Η δήλωση του Αίαντα, στην ομώνυμη τραγωδία
του Σοφοκλή, ότι «η ζωή ενός άνδρα αξίζει πολύ περισσότερο από τη ζωή
χιλίων γυναικών», αλλά και αυτή του νομοθέτη Σόλωνα ότι «χαλεπόν φορτίον
η γυνή» δίνουν ένα πρώτο στίγμα για το ποια ήταν γενικά η θέση της
γυναίκας στην αρχαιότητα. Ο προσδιορισμός επιπλέον του ρόλου της ως του
ατόμου που «προετοιμάζεται για να γίνει καλή νοικοκυρά και μητέρα, να
δίνει εργασίες στους δούλους, να νοικοκυρεύει το έχει της» (Σοφοκλής, Αίας) προϊδεάζει
και για την έγγαμη ζωή της σε μια κοινωνία που για πολλούς άνδρες
θεωρείται «το γαμείν έσχατον του δυστυχείν», πλην όμως αναγκαίο κακό,
καθώς «να πεις το γάμο πως δε θες και τις φροντίδες της γυναίκας κι έτσι
δεν κάμεις παντρειά, και φτάσεις τα γεράματα χωρίς κανέναν να ‘χεις για
να σε γηροκομά, τότε το βίο σου βέβαια δε θα στερηθείς, μα σαν
πεθάνεις, μακρινοί θα σου το μοιραστούνε» (Ησίοδος, Θεογονία 585 κ.ε.).
Η κόρη στην Αθήνα είναι
από τη γέννησή της περιορισμένη στο χώρο της οικίας, όπου διδάσκεται τις
δουλειές του νοικοκυριού, τραγούδι και χορό (για τη συμμετοχή της σε
θρησκευτικές εορτές) και σπάνια ελάχιστα γράμματα κατ’ οίκον, αφού η
παρουσία της στο σχολείο είναι αδιανόητη για το εκπαιδευτικό σύστημα
της πόλης της. Εδώ πραγματικά εντυπωσιάζει τους σύγχρονους μελετητές
και σκανδαλίζει τους αρχαίους το γεγονός ότι η πάντοτε αυστηρή Σπάρτη
επιτρέπει στα κορίτσια της να «παρατάνε τα σπίτια τους και με ξέσκεπα
τα μηριά τους και με τα πέπλα ανεμίζοντας γυμνάζονται στα στάδια και
τις παλαίστρες μαζί με τα αγόρια» (Ευριπίδης, Ανδρομάχη 597-598).
Τα λακωνικά έθιμα επιτάσσουν ισότιμη και ισόκυρη αγωγή των κοριτσιών και των αγοριών, όπως διαπιστώνεται και από τις ρήσεις του νομοθέτη Λυκούργου,
ο οποίος «όρισε τα κορίτσια να γυμνάζονται εξίσου με τα αγόρια και
[...] όπως τους άνδρες διέταξε και τις γυναίκες να συναγωνίζονται
μεταξύ τους στο δρόμο και την αντοχή γιατί, όταν και οι δυο είναι
δυνατοί, πίστευε ότι και τα παιδιά θα γίνονται δυνατότερα» (Ξενοφών, Λακεδαιμονίων Πολιτεία 1.4).
Και τα δυο εκπαιδευτικά συστήματα
όμως αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα: να αναθρέψουν μια καλή νοικοκυρά,
σύζυγο και μητέρα, στην πρώτη περίπτωση, ή, στην άλλη, να γαλουχήσουν
γυναίκες με υψηλό αίσθημα ευθύνης και συνείδησης, οι οποίες θα
χρηματίσουν αφοσιωμένες σύζυγοι και μητέρες με την ανάλογη φυσική ρώμη,
ώστε να γεννήσουν γερά παιδιά, ικανά να ταχθούν στην υπηρεσία της
Σπάρτης.
Τα προσόντα μιας υποψήφιας Αθηναίας νύφης συνοψίζονται από τον Ισχόμαχο (Ξενοφών, Οικονομικός 7.11):
«τι μπορούσε να ξέρει καλά, Σωκράτη, όταν την παντρεύτηκα; Δεν ήταν ακόμα καλά καλά δεκαπέντε χρονών όταν ήλθε στο σπίτι μου μέχρι τότε ζούσε κάτω από αυστηρή επίβλεψη. Έπρεπε να βλέπει όσο γινόταν λιγότερο, να ακούει όσο γινόταν λιγότερο και να κάνει όσο γινόταν λιγότερες ερωτήσεις».
Εντούτοις, βασική προϋπόθεση για το νόμιμο γάμο -και κυρίως για την απόκτηση γνήσιων Αθηναίων γόνων- ήταν να είναι και οι δυο Αθηναίοι,
δεδομένου ότι υπάρχει νόμος που ορίζει ότι «αν κάποιος δώσει σε γάμο σε
έναν Αθηναίο μια ξένη γυναίκα, παρουσιάζοντάς την για κόρη του, αυτός
χάνει όλα τα δικαιώματα του πολίτη, και η περιουσία του θα δημευθεί
υπέρ του κράτους και το ένα τρίτο της θα δοθεί σε αυτόν που κατήγγειλε
την πράξη».
Το τελετουργικό του γάμου συντελείται σε τρεις φάσεις, τα «προαύλια» (ή «προτέλεια», ή «προγάμια», ή «απαρχαί»), τον «κυρίως γάμο» και τα «επαύλια»
(ή «μεταύλια» ή «απαύλια»), πληροφορία που διασώζει ο Πολυδεύκης
(Ονομαστικόν Γ’ 39: «η δε προ του γάμου θυσία προτέλεια και προαύλια
ούτω δ’ αν καλοίτο και τα προ του γάμου δώρα [...] Προαύλια δε η προ
του γάμου ημέρα και απαύλια η μετ’ αυτήν»).
Την προηγουμένη του γάμου τελούνται λοιπόν τα «προαύλια»,
τα οποία ξεκινούν με θυσίες. Πρώτα, η κόρη οδηγείται από τους γονείς
της στην Ακρόπολη για να θυσιάσει στην Πολιάδα (Σουίδα: προτέλεια), μετά
προσφέρονται θυσίες στον οικογενειακό βωμό και των δυο οίκων στους
γαμήλιους θεούς (Δίας Τέλειος, Ήρα Τελεία, Άρτεμη, Απόλλων, Πειθώ),
στις Νύμφες, τις Μούσες και τις Μοίρες (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν Γ’ 38).
Η ατθίδα αφιερώνει στην Άρτεμη (ή στην Αθηνά) ένα βόστρυχο από τα
μαλλιά της και τα παιχνίδια που αγαπούσε ως παιδί (π.χ. ταμπούρλο, τόπι,
κούκλες, κύμβαλο κτλ.).
Εν συνεχεία, λαμβάνει χώρα η τελετή της «απολούσεως»
ή του εξαγνισμού, με νερό που μεταφέρεται από την Καλλιρόη ή
Εννεάκρουνο (Θουκυδίδης, 2.15) στη λουτροφόρο από την επιστήθια φίλη της
κόρης, η οποία συνοδεύεται από κορίτσια και γυναίκες που κρατούν κεριά
και από τον πιο στενό άρρενα συγγενή νεαρής ηλικίας που προπορεύεται
όλων παίζοντας αυλό. Την ημέρα του γάμου τα σπίτια και των δυο
οικογενειών διακοσμούνται υπό τους ήχους του αυλού (Πλούταρχος, Ερωτικός
755a) με κλαδιά ελιάς και δάφνης.
Παράλληλα, στο γυναικωνίτη η νύφη,
με τη βοήθεια της «νυμφοκόμου» και τις οδηγίες της «νυμφεύτριας» (της
παρανύμφου που συνοδεύει τη νύφη και κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη
διοργάνωση), στολίζεται βγάζοντας τη «ζώνη» της ανύπαντρης, φορώντας
το νυφιάτικο πέπλο με το οποίο καλύπτει το πρόσωπό της, όπως απαιτεί η
παράδοση και βάζοντας στα μαλλιά στεφάνια λουλουδιών και διάδημα. Στην
οικία προσέρχεται ο καλλωπισμένος, ντυμένος στα λευκά και στεφανωμένος
με άνθη γαμπρός, συνοδευόμενος από τον «πάροχο» (ο στενότερος φίλος του
με ρόλο τιμητικής συνοδείας).
Η γαμήλια τελετή ξεκινά
με θυσίες στην οικογενειακή εστία. Κατ’ αρχήν θυσιάζει ο πατέρας της
νύφης, που επίσημα παραδίνει την κοπέλα και της δηλώνει ότι δεν ανήκει
πλέον στην οικογένειά της, αλλά σε αυτή του συζύγου της, και συνεπώς από
τούδε και στο εξής θα προσφέρει θυσίες στους προγόνους του δικού του
οίκου. Εν συνεχεία θυσιάζουν στους γαμήλιους θεούς οι μελλόνυμφοι, οι
οποίοι ορκίζονται ότι «επ’ αρότω παίδων άγομαι γαμετήν» (παντρεύομαι για να αποκτήσω απογόνους). Τέλος, ο γαμπρός πλησιάζει τη νύφη και θέτει «χειρ επί καρπώ» επικυρώνοντας τη σύναψη του γάμου.
Έπεται η «γαμική θοίνη» (ή «γαμοδαισία», ή «ειλαπίνη»), ήτοι ένα πλούσιο γαμήλιο γεύμα,
το οποίο όμως λαμβάνει χώρα στην οικία της νύφης και όχι του γαμπρού,
όπως ήταν το έθιμο στα ομηρικά χρόνια (Οδύσσεια 431), στο οποίο
συμμετέχουν φίλοι του ζευγαριού και συγγενείς, για τον αριθμό των
οποίων ορίζεται (Πλάτων, Νόμοι 775a) ότι δεν πρέπει να ξεπερνούν τους 10
(5 φίλοι, 5 συγγενείς) από κάθε πλευρά. Το γαμήλιο συμπόσιο
συνιστά τη μοναδική περίπτωση όπου γυναίκες και άνδρες συντρώγουν υπό
τους ήχους μουσικής στον ίδιο χώρο καθισμένοι όμως χωριστά, η νύφη
περιτριγυρισμένη από φίλους, συγγενείς και τη «νυμφεύτρια» και ο
γαμπρός από τον «πάροχο» και τους οικείους του αντίστοιχα, και με τον
περιορισμό ότι οι μεν πρώτες κάθονται σε καθίσματα («κλισμούς» και
«δίφρους»), οι δε άλλοι ανακλίνονται όπως το συνηθίζουν.
Το μενού περιλαμβάνει
πλούσια φαγητά, κρασί και γλυκά, όπως ο «γαμήλιος πλακούντας» (αλεύρι,
νερό, μέλι, σουσάμι), βασικό έδεσμα και σύμβολο αφθονίας και
γονιμότητας. Το έθιμο επιβάλλει και την παρουσία ενός στεφανωμένου με
φύλλα ακάνθου και καρπούς βελανιδιάς αγοριού αμφιθαλούς (που ζουν ακόμα
και οι δυο του γονείς), το οποίο μοιράζει στους καλεσμένους ψωμί μέσα
σε ένα «λίκνο» προφέροντας σιγανά «έφυγον κακόν, εύρον άμεινον», φράση
που παραπέμπει σε μυστηριακές θρησκείες.
Το δείπνο κλείνει
ψάλλοντας τον «υμεναίο» προς τιμήν του ομώνυμου θεού του γάμου
(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 1.9 a-b). Καθώς έχει αρχίσει να νυχτώνει,
ακούγονται οι ήχοι αυλού στη θύρα της οικίας και η νύφη κρατώντας
κόσκινο ή φρύγετρο ή τηγάνι (σύμβολα οικοκυρικών γνώσεων) επιβιβάζεται
στη γαμήλια άμαξα, που τη σέρνουν άλογα, μουλάρια ή βόδια, ανάμεσα στο
σύζυγό της και τον πάροχο. Σχηματίζεται μια πομπή, της
οποίας ηγούνται αυλητές και τρεις κόρες που φέρουν κόσκινο, «ηλακάτη»
και «άτρακτο» (σύμβολα της νοικοκυροσύνης της κόρης), ακολουθεί η άμαξα
και πίσω η μητέρα της νύφης, κρατώντας πυρσό αναμμένο από την εστία
της οικίας, και οι φίλοι και συγγενείς που έχουν αναμμένες λαμπάδες και
τραγουδούν τον «υμεναίο» συνοδευόμενοι από κιθάρες και αυλό.
Η γαμήλια πομπή -που οι
ρίζες της εντοπίζονται στην ομηρική εποχή (Ιλιάδα Σ 490-496)- διασχίζει
τους δρόμους της Αθήνας, προκαλώντας ενθουσιασμό σε συγκεντρωμένα
πλήθη, που ζητωκραυγάζουν, τραγουδούν και εύχονται στο ζευγάρι ραίνοντάς το
με «καταχύσματα» (διάφορους καρπούς, όπως π.χ. φουντούκια, ξερά σύκα,
σταφίδες, χουρμάδες), και κατευθύνεται στην οικία του γαμπρού, που είναι
ανακαινισμένη και διακοσμημένη με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Στη
στολισμένη με γιρλάντες λουλουδιών πύλη εμφανίζεται ένα παιδάκι και
προσφέρει φρούτα ψάλλοντας έναν ύμνο (που διαβεβαίωνε τη νύφη ότι «πιο
θαυμαστή θα είναι η καινούργια ζωή από την παλιά»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου