Λογοτεχνικά κείμενα
Τα ταξίδια σε ξένες χώρες, η αποδημία, ο εκπατρισμός, η μετανάστευση είναι από τα αρχαία χρόνια ως τον εικοστό αιώνα χαρακτηριστικά φαινόμενα της ελληνικής κοινωνικής ζωής. Η απομάκρυνση του Έλληνα από την πατρική γη όχι μόνο δεν τον κάνει να ξεχάσει τον τόπο του, αλλά, αντίθετα, γεννά μέσα του τη νοσταλγία (νόστος + άλγος), τον πόθο του γυρισμού, τον οποίο εκφράζει με τα τραγούδια. Στην κατηγορία των «τραγουδιών της ξενιτιάς»ανήκουν τα παρακάτω δημοτικά τραγούδια, τα οποία εκφράζουν τις δύο πλευρές του πόνου: στο πρώτο τραγούδι ο ξενιτεμένος περιγράφει τους καημούς και τις στερήσεις που βιώνει στην ξενιτιά, ενώ στο δεύτερο η αγαπημένη του εκφράζει την απόγνωση και τη θλίψη που της προξενεί ο ξενιτεμός του άντρα της.
Θέλω να πα στην ξενιτιά να κάμω τριάντα ημέρες
και η ξενιτιά με γέλασε και κάνω τριάντα χρόνους.
Περικαλώ σε, ξενιτιά, αρρώστια μη μου δώσεις.
Η αρρώστια θέλει πάπλωμα, θέλει παχύ στρωσίδι,
θέλει μανούλας γόνατα, θέλ' αδερφής αγκάλες,
θέλει πρώτες ξαδέρφισσες να κάθονται κοντά σου,
θέλει και σπίτι να είν' πλατύ, να στρώνει, να ξιστρώνει.
Όσο 'χει ο ξένος την υγειά, ούλοι τον αγαπάνε.
Μα 'ρθε καιρός κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνει·
κι ο ξένος αναστέναξε και η γης αναταράχτη:
— Να είχα νερ' απ' τον τόπο μου και μήλ' απ' τη μηλιά μου,
σταφύλι ροδοστάφυλο απ' την κληματαριά μου.
Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς,
επιμέλεια G. Saunier, Ερμής
Ξενιτεμένο μου πουλί
Ξενιτεμένο μου πουλί και
παραπονεμένο,η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;*
Μήλο αν σου στείλω σέπεται,* τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξερωγιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.*
Να στείλω με τα δάκρυά μου μαντίλι μουσκεμένο,
τα δάκρυά μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν* τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.
Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια,
Γράμματα
Στο πρώτο τραγούδι διακρίνονται δύο
νοηματικές ενότητες.
Στην πρώτη (στίχοι 1-8), ο ξενιτεµένος
αφηγείται πώς η ξενιτιά τον πλάνεψε µε τις χάρες της και τον κράτησε τριάντα
χρόνια κοντά της, και ο ίδιος, αδύναµος να αντισταθεί στη δύναµή της, την
παρακαλεί να µην του προκαλέσει αρρώστια. Η περιγραφή των αναγκών που έχει ο
άρρωστος προβάλλει έµµεσα το γεγονός ότι ως ξένος στερήθηκε τη στοργή, την
αγάπη και τη φροντίδα µακριά από την πατρίδα του.
Στη δεύτερη ενότητα
αυτός που μιλά είναι ένας ανεξάρτητος αφηγητής ο οποίος περιγράφει το δράµα του
άρρωστου ξενιτεµένου και την κορύφωση της νοσταλγίας του τελευταίου - η
νοσταλγία εκφράζεται µέσα από την επιθυµία του για το νερό και τους καρπούς της
πατρικής γης (µήλα και σταφύλια). Ίσως πιστεύει ότι αυτά θα είχαν τη δύναµη να
τον κρατήσουν στη ζωή
Πρέπει να επισημανθεί
επίσης η αντίδραση-συμμετοχή της γης (φύσης) στον αναστεναγμό του
ετοιμοθάνατου ξενιτεμένου και να τονιστεί η αµεσότητα και η ζωντάνια που
επιτυγχάνεται (για τον ακροατή-αναγνώστη) µε τη διατύπωση από τον ίδιο τον
ξενιτεμένο της τελευταίας του επιθυμίας.
Συμμετοχή φύσης: (η γη αναστενάζει) είναι
σταθερό μοτίβο δημοτικών τραγουδιών
ΣΧΗΜΑ ΣΥΝΕΚΔΟΧΗΣ (το μέρος αντί του όλου)
το νερό, τα μήλα, το σταφύλι είναι σύμβολα της πατρικής γης, της οικογενειακής
εστίας και των αγαπημένων προσώπων που έχει ουσιαστικά ανάγκη ο άρρωστος
ξενιτεμένος.
ΑΝΤΙΘΕΣΗ: αντιτίθενται οι τριάντα μέρες με τους
τριάντα χρόνους
Το φαινόμενο
της χωρίς τη θέληση του ξενιτεμένου παρατεταμένης παραμονής στην ξενιτιά:
αιτιολογείται με τρόπο μεταφυσικό (πλάνη, μαγεία, ξεγέλασμα, δόλος= μοτίβα
δημοτικών τραγουδιών της ξενιτιάς).ΕΙΚΟΝΑ ΞΕΝΙΤΙΑΣ: ασφυκτική, σαν φυλακή , χωρίς ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις στ. 4-7.
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ:
α)πατρίδα = υγεία, ανάρρωση, σωτηρία, περιποίηση , ευτυχία
β)ξενιτιά: παντοτινός εξευτελισμός, εγκατάλειψη, αρρώστια, θάνατος, αδικία
γ)νερό, μήλα, σταφύλια = τόπος ξενιτεμένου, σύμβολα υγείας και ζωής
δ)νερό= διαφάνεια, καθαρότητα
ε)φρούτα = αφθονία
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ για ξενιτιά: άδικη μοίρα, θάνατος
Στο δεύτερο τραγούδι παρουσιάζεται η
γυναικεία µορφή που µένει πίσω και βιώνει τα αισθήματα θλίψης και στέρησης που
της προκαλεί ο ξενιτεµός του αγαπηµένου προσώπου. Είναι η µμητέρα ή η
σύζυγος που µιλά;
Η εικόνα των
γυναικών που ταχταρίζουν τα νεογέννητα (στίχοι 11-12) µπορεί να σηµαίνει ότι το
πρόσωπο που µιλά είναι µια νιόπαντρη γυναίκα της οποίας ο άντρας ξενιτεύτηκε
προτού αποκτήσουν παιδιά.
Το τραγούδι αναπτύσσεται
σε δύο στροφικές ενότητες µε σχετικά ανεξάρτητο περιεχόμενο.
Στην πρώτη
(στίχοι 1-8) η γυναίκα εκφράζει την αδυναµία της να προσφέρει δείγµατα αγάπης
προς τον αγαπηµένο της, γιατί η απόσταση από τη µια και η µεγάλη της θλίψη από
την άλλη εµποδίζουν την επικοινωνία. Η ενότητα δοµείται πάνω στα σχήµατα της αντίθεσης
(θέση: «να στείλω» / άρση: «σέπεται» κ.λπ.) και της επανάληψης («να
στείλω», «αν στείλω» κ.λπ.), που αποτελούν τυπικά γνωρίσµατα των δηµοτικών
τραγουδιών.
Στη δεύτερη στροφική
ενότητα (στίχοι 9-14) περιγράφεται η συναισθηµατική κατάσταση της γυναίκας που
µένει πίσω και στερείται όλες τις απλές χαρές της ζωής που η παρουσία του άντρα
της θα της πρόσφερε. Ο βουβός και κρατηµένος
στο εσωτερικό του σπιτιού πόνος δίνει µια τραγική διάσταση στο κοινωνικό
πρόβληµα της αποδηµίας.
Γλωσσικές παρατηρήσεις. Ένα βασικό
χαρακτηριστικό των δηµοτικών τραγουδιών είναι η εκφραστική λιτότητα. Δηλαδή στα δύο τραγούδια χρησιμοποιείται καθαρή η γλώσσα του ελληνικού
λαού όπως αυτός τη μιλάει.
Ο
λόγος είναι παρατακτικός με κύριες προτάσεις (και στα δύο τραγούδια υπάρχουν
ελάχιστες δευτερεύουσες προτάσεις). Στα εξεταζόµενα τραγούδια η λιτότητα προκύπτει
από την απουσία πολλών σχηµάτων λόγου ή επιθέτων, από την κυριαρχία
των ρηµατικών τύπων κ.λπ.
Τέλος
η εναλλαγή πρωτοπρόσωπης-τριτοπρόσωπης
αφήγησης στο πρώτο τραγούδι και η χρήση των άστοχων ερωτηµάτων στο δεύτερο ως
στοιχείων που δίνουν ζωντάνια, αµεσότητα και γοργούς ρυθµούς στην αφήγηση.
Τραγούδια της ξενιτιάς
Λόγοι δημιουργίας
Ο ξενιτεμός είναι πολύ
παλιός πόνος για τον Έλληνα. Η άγονη γη του, που τα λιγοστά αγαθά της δεν
έφταναν να τον θρέψουν, αλλά και λόγοι πολιτικοί και κοινωνικοί, πολλές φορές,
από τα αρχαία χρόνια, τον ανάγκασαν να ξενιτευτεί. Άνθρωποι από κάθε γωνιά της
ελληνικής γης, στεριανοί και νησιώτες, ποτάμι ασταμάτητο μέσα στους αιώνες,
ξεκίνησαν με βαριά καρδιά για τα «έρημα τα ξένα».
Τα περισσότερα από τα
δημοτικά μας τραγούδια της ξενιτιάς είναι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τότε
πάλι οι Έλληνες, κυνηγημένοι από τη φτώχεια και τους κατατρεγμούς του
αλλόθρησκου τυράννου, έπαιρναν το δύσκολο δρόμο του ξενιτεμού, με την άσβηστη
ελπίδα να γυρίσουν κάποτε στην πατρίδα τους και ν’ αναπαυτούν στα χώματά της.
Γι’ αυτό η αναχώρηση
ήταν ένα μεγάλο θλιβερό γεγονός. Όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο γεύμα του
αποχωρισμού. Βαρύς ήταν ο πόνος αυτού που έφευγε, βαρύς κι ο πόνος αυτών που
τον ξεπροβόδιζαν, και ξεσπούσε σε τραγούδια λυπητερά. Από κείνη κιόλας τη μέρα
του αποχαιρετισμού τα συγγενικά πρόσωπα που μένουν στην πατρίδα, μ’ άλλα
τραγούδια, λυπητερά κι εκείνα, γεμάτα πάθος και συ-γκίνηση, θρηνούν το γιο, τον
αδελφό, τον αγαπημένο που ζει στα «μαύρα ξένα».
Ο ίδιος ο ξενιτεμένος
περνά μαύρη ζωή. Η ξένη χώρα όπου βρίσκεται είναι τόπος αφάνταστα μακρινός,
γεμάτος δυστυχία και βάσανα. Πολλοί κίνδυνοι τον παραμονεύουν, μοναξιά,
αρρώστιες, θάνατος στα ξένα, μάγισσες που του κόβουν το δρόμο του γυρισμού,
πάνω απ’ όλα όμως κυριαρχεί μέσα του η αβάσταχτη νοσταλγία για την πατρική γη
και τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Σπάνια τύχη ο γυρισμός και μεγάλη χαρά.
Γύρω απ’ αυτά τα θέματα
περιστρέφεται ο κύκλος των δημοτικών μας τραγου-διών της ξενιτιάς. Γι’ αυτό
είναι όλα μελαγχολικά και θλιμμένα, μερικές φορές σπα- ραχτικά, σαν τα
μοιρολόγια. Γιατί για το λαό μας:
«Παρηγοριά έχει ο
θάνατος και λησμοσύνη ο Χάρος,
μα ο ζωντανός ο χωρισμός
παρηγοριά δεν έχει.»
Ξενιτιά - Άγνωστο - Θάνατος
Οι μεγάλες
μετακινήσεις πληθυσμών που προκάλεσε η προέλαση των
Τούρκων και η κατάλυση της
Bυζαντινής αυτοκρατορίας, ο υπερπληθυσμός που δημιουργήθηκε στις «ασφαλείς»,
ορεινές κυρίως, περιοχές υποδοχής και το κύμα μετανάστευσης που αναγκαστικά
ακολούθησε προς την κεντρική Ευρώπη, τη Ρωσία ή την Ανατολή συνιστούν το αρχικό
ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο δημιουργίας των τραγουδιών αυτών - όταν, δηλαδή,
το οικείο απ' τα πανάρχαια χρόνια φαινόμενο του εκπατρισμού, αποκτώντας
συστηματικό και μαζικό χαρακτήρα, ως μακροχρόνια μετανάστευση είτε ως εποχιακή
αποδημία, γίνεται αναπόδραστη μοίρα για τους νέους άντρες, παίρνοντας στη λαϊκή
συνείδηση ένα καινούριο νόημα. Φτάνει τότε να ταυτιστεί με την ενηλικίωση του
αγοριού, που κάνει υποχρεωτική τη φυγή του για αναζήτηση τύχης, πλούτου,
εμπειρίας -αλλά και την έκθεσή του σε πρωτόγνωρους κινδύνους-, και να επενδυθεί
τον αλληγορικό χαρακτήρα μιας νομοτελειακής κοινωνικής αλλά και υπαρξιακής
διάβασης, όπως η γέννηση, ο γάμος ή ο θάνατος. Πρόκειται για μια «κρίση», που,
μέσα στο συνεχές της «κανονικής» ζωής, προκαλεί ιδεολογικές και φαντασιακές
καταστάσεις ακραίων αντιθέσεων. Τα αντιθετικά ζεύγη σ' αυτήν την περίπτωση
είναι το εδώ και το μακριά, το οικείο και το αλλότριο, η ασφάλεια της
συλλογικότητας και η μοναξιά της περιπέτειας, η προστασία της συγγένειας και η
απειλητική γoητεία του ανεξέλεγκτου Άγνωστου.
Δεν είναι
έτσι ανεξήγητο ότι μέσα απ' τα τραγούδια -αν πάρουμε υπ' όψη το ποιοι και για
ποιους τραγουδάνε- η εικόνα της ξενιτιάς ισοδυναμεί με τον θάνατο, το
κορυφαίο στερεότυπο του Άγνωστου, αφού η ουσιαστική διχοτομία απ' την οποία
απορρέει και η βασική ψυχολογική σύγκρουση που εκφράζουν τα τραγούδια,
εδράζεται στο βαθύ χάσμα ανάμεσα σ' αυτούς που φεύγουν και σ' αυτούς που
μένουν. Σ' αυτούς που μένουν, φαντάζονται, τραγουδούν και καταγγέλλουν.
Του ξένου δός του ξενιτιά κι αρρώστια μην του δώσεις,
η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκια,
θέλει και σπίτι να 'ν' πλατύ, να στρώνει να
ξιστρώνει...
Mα τι 'δαν τα ματάκια μου, τους ξένους πώς τους
θάφτουν
Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη
Δίχως μανούλας κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια
Δίχως γυναίκα στο πλευρό και αδελφή στο πλάι.
Τα τραγούδια
της ξενιτιάς, παρόλο που φαίνεται να εκφράζουν τη μαρτυρία των ξενιτεμένων και
εν μέρει βασίζονται σ' αυτήν, στην ουσία εκφράζουν εκείνους που παραμένουν και
που, διακατεχόμενοι από φυσική και κοινωνική δεισιδαιμονία, όπως σε κάθε
κρίσιμη καμπή του χρόνου ή του βίου, έχουν κι εδώ την ανάγκη να προσφύγουν στη
μαγική δύναμη ενός τελετουργικού, που, σε αρμονία με τις πανάρχαιες λαϊκές
πεποιθήσεις, θα εξασφαλίζει εκείνο το οποίο επιδιώκουν: να επηρεάσουν, δηλαδή,
τις ανεξιχνίαστες βουλές του υπερφυσικού και να διατηρήσουν τη συνοχή της
κοινότητας, αντισταθμίζοντας τη διασάλευση που την απειλεί εξαιτίας της
αποχώρησης κάποιων μελών της, υπερβαίνοντας το τελεσίδικο, «εντάσσοντας» την
κρίση και δηλώνοντας τη συμμετοχή τους στην αέναη ανακύκλωση και επιστροφή.
Eπειδή μάλιστα η ξενιτιά δεν είναι μια κρίση «στιγμιαία» αλλά μια κοινωνική
πραγματικότητα που διαρκεί, τα τραγούδια δεν κυριολεκτούν συνοδεύοντας απλώς τις
ώρες και τις μαγικές πράξεις του αποχωρισμού, της αναχώρησης ή της επιστροφής
του κάθε μετανάστη, παρά τραγουδιούνται ως μνημοσύνη και διδαχή σε κάθε
περίσταση της οικογενειακής ή κοινωνικής ζωής, επαναλαμβάνοντας τελετουργικά τη
μοιρασμένη εμπειρία της οδύνης του χωρισμού αλλά και τη συλλογική περί ξενιτιάς
φαντασίωση, διαμορφώνοντας, αναπαράγοντας και υποβάλλοντας στους παριστάμενους
συναισθήματα και στάση απέναντι στη σταθερή αυτή απειλή.
Ο μελετητής και εκδότης των τραγουδιών της ξενιτιάς, νεοελληνιστής Goy Saonier1, εξετάζοντάς τα ως προς τη λαϊκή ιδεολογία και μυθολογία που περικλείουν, ταξινομεί τα τραγούδια σε ενότητες, με κριτήριο τα κύρια στάδια της εξέλιξης της μετανάστευσης καθώς και τις αναπαραστάσεις που έχουν γι' αυτήν οι λαϊκοί ποιητές-τραγουδιστές. Παρόλο που τέτοιου είδους λυρικά τραγούδια, που χαρακτηρίζονται μάλλον από τη ρευστότητα της αυτοσχεδιαστικής πρωτοβουλίας παρά από μια αφηγηματική σταθερότητα όσον αφορά τη σύνθεση των ποιητικών τους μοτίβων, δεν είναι εύκολο να ταξινομηθούν, το λογικό σχήμα της πρότασης του Goy Saonier, ενσωματώνοντας ήδη αυτήν τη ρευστότητα, γίνεται ένας σημαντικός οδηγός για τη διερεύνηση της εικόνας της ξενιτιάς στη λαϊκή σκέψη, το λαϊκό φαντασιακό και υποσυνείδητο.
Πίσω απ' το σπιτάκι μου τρέχει νερό φαρμάκι
Oσες μανάδες κι αν το πιουν καμιά παιδί δεν
κάνει
ας το 'πινε κι η μάνα μου μένα να μη με κάνει
μόν' μ' έκανε και τράνεψα και μ' έστειλε στα
ξένα.
Ξένες πλένουν τα ρούχα μου, ξένες τα
σαπουνίζουν,
τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, στις τρεις τα
στέλνουν πίσω.
Πάρε ξένε τα ρούχα σου, πάρε και τα λερά
σου....
H ζωή του ξενιτεμένου
Η ζωή του
άντρα στα ξένα, ως υλική και ηθική εμπειρία, όπως περιγράφεται στα τραγούδια,
είναι ιδιαίτερα σκοτεινή: στερήσεις και ταπεινώσεις, κακουχίες και αρρώστια μέσα
στη μοναξιά, οδηγούν στην απώλεια της ταυτότητας, στην κοινωνική ή φυσική
εξόντωση. Η αναχώρηση οδηγεί στο κενό, τη ματαιότητα, τον θάνατο. Και αν
ορισμένα κείμενα προσπαθούν να δώσουν την οικονομική εξήγηση της μετανάστευσης,
κυρίως απ' την πλευρά του άντρα -που αποδέχεται την ανάγκη, ταυτίζεται με την
προδιαγεγραμμένη προοπτική και θέλει να φύγει επιμένοντας να παίξει τον
κοινωνικό του ρόλο-, οι
πρωταγωνιστικές γυναίκες, η μάνα και η σύζυγος,
κατέχοντας εκ των προτέρων τη συλλογική γνώση του λαού για την έκβαση του
ξενιτεμού, αλλά και για τη δική τους συνεπακόλουθη μοίρα, αμφισβητούν την
ανάγκη του εκπατρισμού, απορρίπτουν τα αίτια που οδηγούν σ' αυτόν, όπως και τα
οικονομικά οφέλη που ενδεχομένως θα προκύψουν απ' αυτόν, και προσπαθούν να
ματαιώσουν την αναχώρηση, έστω κι αν τελικά, αντίθετα με τα προσωπικά τους
αισθήματα, υποτάσσονται στην κοινωνική επιταγή ως θύματα αμέτοχα στη συντέλεση
του κακού.
H όλη
περιπέτεια παρουσιάζεται στο σύνολο νομοτελειακή αλλά και παράλογη. Ο
ξενιτεμένος και η κοινωνία του χωριού εμφανίζονται να προσπαθούν να
ερμηνεύσουν, να κατανοήσουν έστω, πώς η αρχική πρόθεση για προσωρινή αποδημία
καταλήγει στην «ακούσια» παρατεταμένη παραμονή στα ξένα. Εξήγηση είναι η
εξαπάτηση, το πλάνεμα του ξένου από τις ξένες γυναίκες, τις «μάγισσες», που
γητεύουν για τον σκοπό αυτόν τη φύση ολάκερη - πάντα η αρχαία εμμονή να παίρνει
ο κίνδυνος, το Άγνωστο, καθετί το κακό, μορφή γυναικεία, ηδονική και επίβουλη
ταυτόχρονα, Kίρκη που το άγγιγμά της είναι Θάνατος.
Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά
ευτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε
να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή
να γράψω της καλής μου να μη με καρτερεί.
Εδώ στα ξένα πού 'ρθα με παντρέψανε
μου δώσαν μια γυναίκα μάγισσας παιδί,
μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν
με μάγεψε και μένα και δε μπορώ να 'ρθώ,
όταν κινήσω να 'ρθω χιόνια και βροχές
κι όταν γυρίσω πίσω, ήλιος ξαστεριές.
Άλλωστε,
κάθε χωρισμός είναι -ομολογημένα ή ανομολόγητα- ένας «εν δυνάμει» θάνατος. Kαι
ο ξενιτεμένος, απόμακρος κι αλλότριος πριν ακόμη αναχωρήσει, από μόνο το
γεγονός ότι η ξενιτιά είναι η προδιαγεγραμμένη μοίρα του, είναι ένας «ξένος»
ήδη πριν φύγει, όταν έχει φύγει, όσο λείπει, ακόμα κι όταν επιστρέφει, γιατί
και τότε δεν «ανήκει», ή μάλλον «ανήκει αλλού», ένας βέβηλος, αφού η βασική
αντίθεση δικού/ξένου έχει καταργηθεί.
O
ξενιτεμένος/ξένος, κάτοικος ενός κοινωνικού, γεωγραφικού και μεταφυσικού
ου-τόπου, άτομο «διαβατικό» που δεν ανήκει στ' αλήθεια πουθενά, που κινείται
σώματι και διανοία ανάμεσα σε δυο κόσμους, γίνεται πρόσωπο ιερό. Όπως ο νεκρός
ή κάθε άλλο πρόσωπο πρωταγωνιστικό μιας διαβατήριας κατάστασης. Άξιος να βρεθεί
στο τιμητικό επίκεντρο της κάθε σταθερής ή συγκυριακής τελετουργίας.
ΣημεΊωση:
1. G.
Saonier, «Της ξενιτιάς», Eρμής, Αθήνα 1983.
Ο ηθοποιός
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ με άλλους ηθοποιούς και χορευτές και τη συνοδεία
συγκροτήματος απαγγέλλει στίχους από δημοτικά τραγούδια με θέμα την ξενιτιά.
Παράλληλα παρουσιάζονται παραδοσιακοί χοροί, ενώ η παράσταση διανθίζεται με
ποικίλα δρώμενα επί σκηνής.
Εκτός όμως
από το δημοτικό τραγούδι, ο καημός της ξενιτιάς έχει επίσης εκφραστεί και μέσα
από την έντεχνη μουσική δημιουργία.Ορισμένα τραγούδια και διηγήματα για την
ξενιτιά
Πλήθος κινηματογραφικών ταινιώνέχουν γυριστεί με θέμα τους Έλληνες μετανάστες και τη ζωή τους στην ξενιτιά. https://docs.google.com/viewer?a=v&pid=sites&srcid=ZGVmYXVsdGRvbWFpbnxzc2lnZmlsb2xvZ2lrYXxneDo2ZWIzMzYyZjFjYWJjMWEw
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να
κάνουμε στην κινηματογραφική ταινία Νύφες(2004)
του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη. Μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα σχετικό
βίντεο, το οποίο θα σας βοηθήσει να προβληματιστείτε και να καταγράψετε, στη
συνέχεια, τις σκέψεις σας για το πώς οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες
(π.χ. η φτώχεια) επηρεάζουν τις επιλογές των ανθρώπων.
1)
Κι αν η
Ελλάδα έχει γίνει χώρα υποδοχής μεταναστών, αυτό σημαίνει ότι έπαψε να είναι
πια μεταναστευτική χώρα; Για να δούμε! Μια πρώτη εικόνα θα πάρετε, αν διαβάσετε
ένα σχετικό άρθρο[1] της εφημερίδας Το Βήμα. Για περισσότερες πληροφορίες
σχετικά με τον Απόδημο
Ελληνισμό[2], μπορείτε να ενεργοποιήσετε την υπερσύνδεση. Ποια είναι
λοιπόν τα συμπεράσματά σας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου