ἐλεύθερος
[στο κείμενο συναντήσατε τον τύπο ἐλεύθερον] | ||||
Αρχαία Ελληνική
|
Αρχαία / Νέα Ελληνική
|
Νέα Ελληνική
|
||
αἱ ᾿Ελευθεραί (περιοχή της αρχαίας Αττικής) |
ἐλευθερόω, ἐλευθερῶ (-ώνω)
ἡ ἐλευθερία ἡ ἐλευθέρωσις (-η) ὁ ἐλευθερωτής ἐλευθεριάζω ἡ ἐλευθεριότης (-τητα) [= (α.ε.) η συμπεριφορά ελεύθερου ανθρώπου, (ν.ε.) η έλλειψη ηθικών φραγμών] ἐλευθέριος [= (α.ε.) αυτός που χαρακτηρίζει ελεύθερο άνθρωπο, και ως επίθ. του Δία Ελευθερωτή, (ν.ε.) χωρίς περιορισμούς] |
λευτεριά λεύτερος Λευτέρης |
||
ὁ ἐλευθερόπαις [= αυτός που έχει ελεύθερα παιδιά] ἐλευθεροποιός ἐλευθεροπρεπής [= αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο άντρα] |
ἐλευθερόστομος [= αυτός που μιλάει ελεύθερα] ἡ ἐλευθεροστομία ἀπελεύθερος ἡ ἀπελευθέρωσις (-η) φιλελεύθερος |
ελευθεροτυπία ελευθερόφρων [= 1. αυτός που σκέφτεται ελεύθερα, 2. ο απαλλαγμένος από προκαταλήψεις] φιλελευθεροποιώ φιλελευθερισμός απελευθερώνω |
Β2. Ετυμολογικά
Παραγωγή ουσιαστικών
Παραγωγή ουσιαστικών από επίθετα
Τα ουσιαστικά που παράγονται από επίθετα είναι αφηρημένα ουσιαστικά, γένους θηλυκού ή ουδετέρου, και φανερώνουν ιδιότητα. Συνηθισμένες παραγωγικές καταλήξεις, ανάλογα με την κλίση των επιθέτων, είναι:Καταλήξεις ουσιαστικών που παράγονται από επίθετα | |
---|---|
-ία -(ε)ια (προπαροξύτονα) -(ο)ια (προπαροξύτονα) -ος -σύνη -(υ)της -(ό)της -άς |
από επίθετα β′ κλίσης σε -ος και από μερικά γ′ κλίσης κακός > ἡ κακία, ἀτυχής > ἡ ἀτυχία από επίθετα γ′ κλίσης σε -ης, -ης, -ες ὑγιής > ἡ ὑγίεια από συνηρημένα επίθετα β′ κλίσης σε -ους εὔνους > ἡ εὔνοια από επίθετα γ′ κλίσης σε -ύς, -εῖα, -ύ πλατύς > τὸ πλάτος από επίθετα β′ κλίσης και γ′ κλίσης σε -ων, -ων, -ον δίκαιος > ἡ δικαιοσύνη, ἄφρων > ἡ ἀφροσύνη από επίθετα γ′ κλίσης σε -ύς, -εῖα, -ύ βαρύς > ἡ βαρύτης, ταχύς > ἡ ταχυτής / ἡ ταχύτης από επίθετα β′ κλίσης σε -ος ἀρχαῖος > ἡ ἀρχαιότης από αριθμητικά επίθετα μόνος > ἡ μονάς |
Γ. Γραμματική
1. Δευτερόκλιτα επίθετα
Όπως και στη ν.ε., τα επίθετα προσδίδουν μια ιδιότητα σε ένα ουσιαστικό. Στην α.ε. υπάρχουν δευτερόκλιτα και τριτόκλιτα επίθετα. Στα δευτερόκλιτα περιλαμβάνονται επίθετα τρικατάληκτα (δηλ. με τρεις καταλήξεις, μία για κάθε γένος) και δικατάληκτα (δηλ. με δύο καταλήξεις, μία κοινή για το αρσενικό και το θηλυκό και μία για το ουδέτερο). Συγκεκριμένα:
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||
---|---|---|---|---|
τρικατάληκτα | -ος | -η -α |
-ον | ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόν ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τὸ δίκαιον |
δικατάληκτα | -ος | -ος | -ον | ὁ ἔνδοξος, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον |
Απορία: Αν τα ασυναίρετα επίθετα χωρίζονται σε:
-
Τριγενή και τρικατάληκτα, π.χ.
ὁ σοφὸς, ἡ σοφὴ, τὸ σοφόν, ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τὸ δίκαιον -
Τριγενή και δικατάληκτα, π.χ.
ὁ, ἡ ἄφθονος, τὸ ἄφθονον
πώς θα ξέρουμε ποια είναι τρικατάληκτα και ποια είναι
δικατάληκτα;
Η γραμματική λέει ότι είναι δικατάληκτα:
α) τα περισσότερα από τα σύνθετα, π.χ.
ὁ, ἡ ἄ-γονος, τὸ ἄ-γονονὁ, ἡ ἔν-δοξος, τὸ ἔν-δοξονὁ, ἡ ἀξιό-μαχος, τὸ ἀξιό-μαχον
-
Βεβαίως, υπάρχουν και επίθετα σύνθετα τα οποία παρόλο που είναι σύνθετα είναι τρικατάληκτα, π.χ. ὁ ἀντάξιος, ἡ ἀνταξία, τὸ ἀντάξιον, ή τα επίθετα σε –ικός, π.χ. ὁ ἐξεταστικός, ἡ ἐξεταστική, τὸ ἐξεταστικόν.
β) τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος,
βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος,
γαμήλιος, δόκιμος, ἕωλος (=παλιός), ἥμερος,
ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος,
λάλος, χέρσος, τιθασός (=ήμερος), π.χ. ὁ, ἡ
αἰφνίδιος, τὸ αιφνίδιον.
γ) μερικά επίθετα σε -ος που χρησιμοποιούνται στο
αρσενικό και το θηλυκό και ως ουσιαστικά, π.χ.
ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγὸνὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθὸνὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρὸνὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον.
δ) μερικά απλά που λήγουν σε:
–ειος, π.χ. ὁ, ἡ βόρειος τὸ βόρειον-ιος π.χ. ὁ, ἡ γαμήλιος, τὸ γαμήλιον-ιμος ὁ, ἡ δόκιμος, τὸ δόκιμον
Για να το κάνουμε ακόμη πιο πολύπλοκο, υπάρχουν και επίθετα, απλά ή
σύνθετα, που είναι συγχρόνως τρικατάληκτα και δικατάληκτα, π.χ.
Δικατάληκτο
|
Τρικατάληκτο
|
|
ὁ, ἡ βέβαιος τὸ βέβαιον
|
ή
|
ὁ βέβαιος, ἡ βεβαία, τὸ βέβαιον
|
ὁ, ἡ ἔρημος, τὸ ἔρημον
|
ή
|
ὁ ἔρημος, ἡ ἐρήμη, τὸ ἔρημον
|
ὁ, ἡ ἀναίτιος, τὸ ἀναίτιον
|
ή
|
ὁ ἀναίτιος, ἡ ἀναιτία, τὸ ἀναίτιον
|
ὁ, ἡ ἀνάξιος, τὸ ἀνάξιον
|
ή
|
ὁ ἀνάξιος, ἡ ἀναξία, τὸ ἀνάξιον
|
Καταλήξεις των δευτερόκλιτων επιθέτων
|
||||
---|---|---|---|---|
Ενικός
|
Αρσενικά
|
Θηλυκά
|
Ουδέτερα
|
|
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
|
-ος
-ου
-ῳ
-ον
-ε
|
-η
-ης
-ῃ
-ην
-η
|
-α
-ας
-ᾳ
-αν
-α
|
-ον
-ου
-ῳ
-ον
-ον
|
Πληθυντικός
|
||||
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
|
-οι
-ων
-οις
-ους
-οι
|
-αι
-ῶν
-αις
-ας
-αι
|
-α
-ων
-οις
-α
-α
|
Ασυναίρετα δευτερόκλιτα επίθετα Τριγενή και
τρικατάληκτα
|
||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Παρατήρηση:
Τα δευτερόκλιτα επίθετα, που είναι τριγενή και τρικατάληκτα είναι λίγο
ιδιόμορφα στο σχηματισμό των τριών γενών· πρόσεξε λίγο τα παρακάτω
παραδείγματα:
Όπως παρατηρείς,
τα αρσενικά και των δύο ομάδων έχουν κατάληξη -ος·
τα ουδέτερα και των δύο ομάδων έχουν κατάληξη -ον·
τα θηλυκά όμως έχουν δύο καταλήξεις· άλλοτε
-η κι άλλοτε -α
Ο
λόγος αυτής της διαφοράς βρίσκεται στο αρσενικό!
|
||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||
Εξαίρεση αποτελεί το επίθετο ὁ ὄγδοος, ἡ
ὀγδόη
κι όχι η
Είναι
απαραίτητη μια άσκηση:
1η άσκηση
|
Ασυναίρετα τριγενή και τρικατάληκτα
|
||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
σοφ-ὸς
σοφ-οῦ
σοφ-ῷ
σοφ-ὸν
σοφ-ὲ
|
δίκαι-ος
δικαί-ου
δικαί-ῳ
δίκαι-ον
δίκαι-ε
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
σοφ-ὴ
σοφ-ῆς
σοφ-ῇ
σοφ-ὴν
σοφ-ὴ
|
δικαί-α
δικαί-ας
δικαί-ᾳ
δικαί-αν
δικαί-α
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
σοφ-ὸν
σοφ-οῦ
σοφ-ῷ
σοφ-ὸν
σοφ-ὸν
|
δίκαι-ον
δικαί-ου
δικαί-ῳ
δίκαι-ον
δίκαι-ον
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
σοφ-οὶ
σοφ-ῶν
σοφ-οῖς
σοφ-οὺς
σοφ-οὶ
|
δίκαι-οι
δικαί-ων
δικαί-οις
δικαί-ους
δίκαι-οι
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
σοφ-αὶ
σοφ-ῶν
σοφ-αῖς
σοφ-ὰς
σοφ-αὶ
|
δίκαι-αι
δικαί-ων
δικαί-αις
δικαί-ας
δίκαι-αι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
σοφ-ὰ
σοφ-ῶν
σοφ-οῖς
σοφ-ὰ
σοφ-ὰ
|
δίκαι-α
δικαί-ων
δικαί-οις
δίκαι-α
δίκαι-α
|
|
Περισότερα http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20arxaia/deyteroklita%20epitheta.htm
2. Η δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο
Δεικτικές λέγονται οι
αντωνυμίες που φανερώνουν δείξιμο (αισθητό ή νοητό).
Δεικτικές αντωνυμίες είναι οι
εξής:
ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα, ο εξής)
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή
τοιοῦτος, τοιαύτη,
τοιοῦτο(ν)
(= τέτοιος)τέτοιος)
τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε
ή
τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (= τόσο μεγάλος)
οὗτος, αὕτη, τοῦτο | |||
---|---|---|---|
Ενικός αριθμός
|
|||
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
|
Ονομαστική
|
οὗτος
|
αὕτη
|
τοῦτο
|
Γενική
|
τούτου
|
ταύτης
|
τούτου
|
Δοτική
|
τούτῳ
|
ταύτῃ
|
τούτῳ
|
Αιτιατική
|
τοῦτον
|
ταύτην
|
τοῦτο
|
Κλητική | οὗτος |
αὕτη
|
-
|
Πληθυντικός αριθμός
|
|||
Ονομαστική
|
οὗτοι
|
αὗται
|
ταῦτα
|
Γενική
|
τούτων
|
τούτων
|
τούτων
|
Δοτική
|
τούτοις
|
ταύταις
|
τούτοις
|
Αιτιατική
|
τούτους
|
ταύτας
|
ταῦτα
|
Κλητική |
-
|
-
|
-
|
"Αρχαία Ελληνική Γλώσσα | Επανάληψη σε Δευτερόκλιτα επίθετα και Δεικτική Αντωνυμία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου