Ένα διαφορετικό τέλος στην ιστορία...
Κι όμως ο μπαμπάς
δεν ερχόταν
Ένα χειμωνιάτικο πρωί η μητέρα, ο Πέτρος και η
Αγγελικούλα βάδιζαν προς την οδό Αιόλου συζητώντας. Τα παιδιά ανυπομονούσαν για
τον ερχομό του πατέρα μήπως αλλάξει κάτι και μπορέσουν να φάνε παραπάνω φαγητό
το μεσημέρι, να πάρουν τα αγαπημένα τους παιχνίδια και ζεστά ρούχα για να μην
κρυώνουν. Η μητέρα με σκυφτό το κεφάλι σκέφτονταν για το χθεσινό απογευματινό
γράμμα. Ήταν πολύ φοβισμένη και δεν είχε πει τίποτα ακόμα στα παιδιά. Λες να
ήταν από τον πατέρα; Αλλά και να ήταν δεν είχε και καλά νέα. Έλεγε πως δεν θα
μπορούσε να έρθει. Ποιος; Αυτή η λέξη περιτριγύριζε συνέχεια στο μυαλό της.
-Μαμά, τη σκούντηξε ο Πέτρος. Εγώ και η
Αγγελικούλα θα πάμε για λίγο να δούμε το τρενάκι. Εντάξει;
-Kαλά πάτε, τους είπε και κούνησε το κεφάλι.
Πέρασε αρκετή ώρα και τα παιδιά δεν φάνηκαν ακόμη.
-Μα, που
πήγαν τα άτιμα; σιγοψιθύρισε η μητέρα.
Αποφάσισε να μείνει ψύχραιμη. Πήγε στο κατάστημα
με τα παιχνίδια, στο ζαχαροπλαστείο που ήταν δίπλα, αλλά τα παιδιά πουθενά. Η
μητέρα άρχισε να πανικοβάλλεται τώρα. Έτρεχε από ‘δω, από ‘κει, ρωτούσε τους
περαστικούς μήπως τα είδαν και τότε ένας κοντούλης κύριος με ένα πλατύ χαμόγελο
της περίγραψε που τα είδε τελευταία φορά. Σε μια γωνία δύο τετράγωνα πιο κάτω βρήκε τα δύο της
παιδιά με έναν κύριο γύρω στα σαράντα που έμοιαζε με τον δικό της άνδρα. Τα
παιδιά τον κοιτούσαν φοβισμένα, έχοντας την ελπίδα μέσα τους πως μπορεί αυτός
να είναι ο πατέρας τους. Τα παιδιά μόλις είδαν την μητέρα τους να πλησιάζει
έτρεξαν και την αγκάλιασαν.
-Μα που ήσασταν; Έφαγα τον κόσμο να σας βρω.
-Εγώ δεν φταίω, αναφώνησε ο Πέτρος. Η Αγγελικούλα
που ακολούθησε το σκυλάκι.
Ο άνδρας κοιτούσε γλυκά τα παιδιά και την γυναίκα
του. Μετά τη συζήτηση με τα δύο παιδιά της στράφηκε και κοίταξε τον άνδρα που
είχε τα παιδιά της. Ναι, ήταν ο άνδρας
της. Έτρεξε και με μια αγκαλιά που της παρείχε γέμισε με χαρά τα μισά
χρόνια που ήταν μακριά. Η μητέρα για μια στιγμή αναρωτήθηκε.
-Και το γράμμα; Γιατί έστειλες το γράμμα;
Τα δύο παιδιά κοιτούσαν σαστισμένα.
-Πιο γράμμα; ρωτούσαν προβληματισμένα.
Ο πατέρας απορημένος είπε πως δεν είχε στείλει
κανένα γράμμα. Η οικογένεια χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος το προσπέρασαν. Στη
συνέχεια γυρνώντας προς το σπίτι τα παιδιά έλεγαν στον πατέρα τους για όλα
εκείνα τα παιχνίδια που κοιτούσαν από την βιτρίνα και πόσα ήθελαν να τα
αποκτήσουν. Σιγά μέρα με τη μέρα οι ευχές των παιδιών άρχισαν να
πραγματοποιούνται. Τα πρόσωπα όλων ξαναγέμισαν από χαρά και ενωμένοι πια δεν
σταμάτησαν να ονειρεύονται.
Αγγελική
Γεωργιάδου
Β΄1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου