Τι είναι το απαρέμφατο στα αρχαία ελληνικά;
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το απαρέμφατο είναι ένας άκλιτος ρηματικός τύπος.
Άλλοτε εμφανίζεται
χωρίς άρθρο, άναρθρο
απαρέμφατο, π.χ. φιλοσοφεῖν
κι άλλοτε με άρθρο, έναρθρο απαρέμφατο, π.χ. τὸ λακωνίζειν
Το έναρθρο απαρέμφατο
ισοδυναμεί με ουσιαστικό (τὸ λακωνίζειν = o λακωνισμός = να μιλάμε με λίγα λόγια)
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ποιοι χρόνοι έχουν απαρέμφατο;
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Δες πώς
σχηματίζονται οι τύποι του απαρεμφάτου στους διάφορους χρόνους
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Παρατηρήσεις
1. Το απαρέμφατο του αορίστου δεν παίρνει αύξηση (όπως και οι εγκλίσεις του ίδιου χρόνου πλην της οριστικής). 2. Το απαρέμφατο του παρακειμένου διατηρεί τον αναδιπλασιασμό, π.χ. βε-βουλευκέναι, τε-θαυμακέναι, ἐ-σκευακέναι. 3. Το απαρέμφατο ενεστώτα του ρ. εἰμὶ είναι: εἶναι. |
To απαρέμφατο είναι ονοματικός τύπος του ρήματος, δηλαδή μία από τις 4 εγκλίσεις, αλλά άκλιτη.
Η ονομασία του σχηματίζεται από το
στερητικό α + παρεμφαίνω (αποδεικνύω, ορίζω, φανερώνω, δηλώνω), επειδή είναι ο μόνος ρηματικός τύπος που δε φανερώνει
το πρόσωπο του υποκειμένου ή τον αριθμό των προσώπων.
Το απαρέμφατο στη νέα ελληνική δεν χρησιμοποιείται
μόνο του, παρά μόνο μαζί με το βοηθητικό
ρήμα «έχω» για τον σχηματισμό των συντελεσμένων ρηματικών χρόνων: έχει
λύσει, έχει πει κλπ. Ένα ρήμα μπορεί να έχει δύο απαρέμφατα, το ένα του
ενεργητικού αορίστου (έχει δέσει) και το άλλο του παθητικού (έχει δεθεί).
Τη μετοχή την ξέρουμε πολύ καλά, γιατί τη χρησιμοποιούμε συνέχεια στη
νεοελληνική γλώσσα, με τους δυο τύπους, την ενεργητική, που είναι άκλιτη, με
την κατάληξη -οντας ή -ώντας και την παθητική, που είναι ένα επίθετο
με κατάληξη -μένος, -μένη, -μένο
π.χ.
διαβάζ-οντας, γελ-ώντας, διαβασ-μένος,
διαβασ-μένη, διαβασ-μένο
Στα αρχαία ελληνικά δε συναντάμε άκλιτο τύπο
μετοχής.
Όλοι οι τύποι, σ' όλες τις φωνές είναι επίθετα με
τρία γένη.
|
||||
Ποιοι χρόνοι έχουν μετοχή;
|
||||
Μετοχή έχουν ο ενεστώτας, ο μέλλοντας, ο αόριστος
και ο παρακείμενος
|
||||
Ποιες είναι οι καταλήξεις της μετοχής στην ενεργητική φωνή;
|
||||
Ενεστώτας
|
Μέλλοντας
|
Αόριστος
|
Παρακείμενος
|
|
φωνηεντόληκτα
|
-ων
-ουσα
-ον
|
-σων
-σουσα
-σον
|
-σας
-σασα
-σαν
|
-κὼς
-κυῖα
-κὸς
|
λύ-ων
λύ-ουσα
λῦ-ον
|
λύ-σων
λύ-σουσα
λῦ-σον
|
λύ-σας
λύ-σασα
λῦ-σαν
|
λελυ-κὼς
λελυ-κυῖα
λελυ-κὸς
|
|
ουρανικόληκτα
|
-ουσα
-ον
|
-ξων
-ξουσα
-ξον
|
-ξας
-ξασα
-ξαν
|
-χὼς
-χυῖα
-χὸς
|
πράττ-ων
πράττ-ουσα
πρᾶττ-ον
|
πρά-ξων
πρά-ξουσα
πρᾶ-ξον
|
πρά-ξας
πρά-ξασα
πρᾶ-ξαν
|
πεπρα-χὼς
πεπρα-χυῖα
πεπρα-χὸς
|
|
χειλικόληκτα
|
-ων
-ουσα
-ον
|
-ψων
-ψουσα
-ψον
|
-ψας
-ψασα
|
-φὼς
-φυῖα
-φὸς
|
γράφ-ων
γράφ-ουσα
γράφ-ον
|
γρά-ψων
γρά-ψουσα
γρά-ψον
|
γρά-ψας
γρά-ψασα
γρά-ψαν
|
γεγρα-φὼς
γεγρα-φυῖα
γεγρα-φὸς
|
|
οδοντικόληκτα
|
-ων
-ουσα
-ον
|
-σων
-σουσα
-σον
|
-σας
-σασα
-σαν
|
-κὼς
-κυῖα
-κὸς
|
πείθ-ων
πείθ-ουσα
πεῖθ-ον
|
πεί-σων
πεί-σουσα
πεῖ-σον
|
πεί-σας
πεί-σασα
πεῖ-σαν
|
πεπει-κὼς
πεπει-κυῖα
πεπει-κὸς
|
Μετοχή
Παρατηρήσεις
1. Η μετοχή του αορίστου δεν παίρνει αύξηση.
2. Η μετοχή του παρακειμένου διατηρεί τον αναδιπλασιασμό, π.χ. ὁ ἐσκευακώς, ἡ ἐσκευακυῖα, τὸ ἐσκευακός.
3. Η μετοχή ενεστώτα του ρ. εἰμὶ είναι: ὤν, οὖσα, ὄν.
4. Το αρσενικό και ουδέτερο γένος των μετοχών όλων των χρόνων της ενεργητικής φωνής κλίνονται σύμφωνα με τη γ΄ κλίση, ενώ το θηλυκό σύμφωνα με τα θηλυκά σε -α της α΄ κλίσης. Επιπλέον, το θηλυκό στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα, π.χ. τῶν λυουσῶν, τῶν λυσουσῶν, τῶν λυσασῶν, τῶν λελυκυιῶν.
Το απαρέμφατο διακρίνεται σε έναρθρο ( με άρθρο )
π.χ. τό λακωνίζειν
και σε άναρθρο ( χωρίς άρθρο ) π.χ. φιλοσοφεῖν
Τι γνωρίζουμε για το έναρθρο απαρέμφατο ;
Τι γνωρίζουμε για το έναρθρο απαρέμφατο ;
- Όπως λέει και το όνομά του, συνοδεύεται πάντα από το άρθρο του ουδέτερου γένους ( τό ).
- Το άρθρο κλίνεται κανονικά μόνο στον ενικό αριθμό ενώ το απαρέμφατο δεν αλλάζει. π.χ. τό πράττειν, τοῦ πράττειν, τῷ πράττειν, τό πράττειν
- Λειτουργεί ως αφηρημένο ουσιαστικό.
- Λειτουργεί συντακτικά ως υποκείμενο, αντικείμενο, επεξήγηση, εμπρόθετος προσδιορισμός κ.α. π.χ. Τό λακωνίζειν ἐστί φιλοσοφεῖν. ( εδώ το έναρθρο απαρέμφατο τό λακωνίζειν λειτουργεί ως υποκείμενο του ρήματος ἐστί )
- Δέχεται άρνηση μή.
Τι γνωρίζουμε για το άναρθρο απαρέμφατο ;
- Όπως λέει και το όνομά του, δεν συνοδεύεται από άρθρο.
- Έχει πολλές συντακτικές χρήσεις αλλά κυρίως λειτουργεί ως αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα και υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις.
- Διακρίνεται σε ειδικό και τελικό.
Ειδικό απαρέμφατο
|
Τελικό απαρέμφατο
|
Μεταφράζεται με τις λέξεις «ότι»,
«πως»
|
Μεταφράζεται με τη λέξη «να»
|
Εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν
«γνωρίζω», «λέω», «νομίζω»,
«αντιλαμβάνομαι» κ.α.
|
Εξαρτάται από ρήματα που
σημαίνουν «θέλω», «μπορώ»,
«προτρέπω», «απαγορεύω»
κ.α.
|
Δέχεται άρνηση οὐ
|
Δέχεται άρνηση μή
|
π.χ. Λέγουσι
με σοφόν εἶναι.
Λένε ότι είμαι σοφός.
|
π.χ. Βούλομαι
ταῦτα πρᾶξαι.
Θέλω να πράξω αυτά.
|
Πότε το άναρθρο απαρέμφατο λειτουργεί ως
αντικείμενο και πότε ως υποκείμενο ;
Το άναρθρο απαρέμφατο λειτουργεί ως αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα και ως υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις.
Προσωπικά ρήματα είναι αυτά που κλίνονται σε όλα τα πρόσωπα και έχουν ως υποκείμενό τους κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα.
π.χ. Ἐλεγον οὐκ εἶναι αὐτόνομοι.
Το άναρθρο απαρέμφατο λειτουργεί ως αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα και ως υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις.
Προσωπικά ρήματα είναι αυτά που κλίνονται σε όλα τα πρόσωπα και έχουν ως υποκείμενό τους κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα.
π.χ. Ἐλεγον οὐκ εἶναι αὐτόνομοι.
Υποκείμενο σε απρόσωπα
ρήματα, δηλ. ρήματα που απαντούν
μόνο στο γ΄ εν. πρόσωπο και δεν έχουν ως υποκείμενο κάποιο πρόσωπο, ζώο ή
πράγμα.
Είναι παρόμοια με τα ν.ε. «πρέπει», «λέγεται»,
«ενδέχεται» κ.ά.· συνηθέστερα στην α.ε. είναι τα δεῖ, χρή (= πρέπει), προσήκει
(= αρμόζει). Την ίδια συντακτική θέση παίρνει το απαρέμφατο και με απρόσωπες
εκφράσεις
Οι απρόσωπες εκφράσεις είναι φράσεις που αποτελούνται από ένα επίθετο ή επίρρημα και το γ’ενικό
πρόσωπο των ρημάτων εἰμί και ἔχω.
π.χ. καλόν ἐστι ( = είναι καλό ), δίκαιον ἐστι ( είναι δίκαιο ), καλῶς ἔχει ( =είναι καλό ) κ.α.
π.χ. Προσήκει ὑμῖν ἀγωνίζεσθαι.
π.χ. Καλόν ἐστι τοῦτο μαθεῖν.
π.χ. καλόν ἐστι ( = είναι καλό ), δίκαιον ἐστι ( είναι δίκαιο ), καλῶς ἔχει ( =είναι καλό ) κ.α.
π.χ. Προσήκει ὑμῖν ἀγωνίζεσθαι.
π.χ. Καλόν ἐστι τοῦτο μαθεῖν.
Η
ΜΕΤΟΧΗ
Οι μετοχές, ανάλογα με τη συντακτική τους λειτουργία, διακρίνονται σε
τρεις κατηγορίες:
επιθετικές, κατηγορηματικές, επιρρηματικές
Επιθετική
- Μεταφράζεται ως αναφορική πρόταση με τις λέξεις «που», «ο οποίος». Συνήθως είναι έναρθρη.
- Συντακτικά καταλαμβάνει θέσεις ουσιαστικών και επιθέτων. Ὁ φεύγων πόνους φεύγει τιμάς (= αυτός που αποφεύγει τους κόπους αποφεύγει και τις τιμές).
Επιρρηματική
Λειτουργεί ως επίρρημα. Μπορεί να είναι:
- τροπική [μτφρ. με
ν.ε. μετοχή (-ντας), «με το να»]
Ἦλθεν ἔχων (= έχοντας) ὀλίγας ναῦς. - χρονική (μτφρ.
«όταν», «αφού», «ενώ»)
Οὗτος τοσαῦτα εἰπὼν (= αφού είπε) ἀπῆλθεν. - αιτιολογική (μτφρ.
«επειδή», «αφού», «εφόσον»)
Κινδυνεύσαντες (= επειδή κινδύνευσαν) ἡττηθῆναι ἀπεχώρησαν. - τελική (μτφρ.
«για να», δηλώνει σκοπό και βρίσκεται σε χρόνο μέλλοντα)
Τοῦτο λέξων (= για να πω) ἔρχομαι. - υποθετική (μτφρ.
«αν»)
Ταῦτα ποιοῦντες (= αν κάνετε) τὰ δίκαια ψηφιεῖσθε. - εναντιωματική (μτφρ.
«αν και», «μολονότι»)
Ὀλίγοι ὄντες (= αν και ήταν) ἐνίκησαν.
Κατηγορηματική
- Μεταφράζεται με τις λέξεις «να», «ότι» και (σπανιότερα, όταν εξαρτάται από ρήμα ψυχικού πάθους) «που».
- Εξαρτάται συνήθως από ρ. συνδετικά, γνωστικά,
αισθητικά, έναρξης, λήξης, ψυχικού πάθους.
Ἐμοὶ χαρίζου ἀποκρινόμενος (= Κάνε μου τη χάρη να μου απαντήσεις).
Ασκήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου