Το να δημιουργείς είναι να σκέφτεσαι πιο έντονα. Ρεβερντί Π.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

ΑΣ ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ

«ΑΣ ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ…» ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΘΕΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΥΣΑ ΤΣΑΚΩΝΑ
 
Ας σκεφτούμε ετυμολογικά, διότι αν έχουμε ετυμολογική άνεση, θα έχουμε και ετοιμολογία! 

Για να δούμε λοιπόν κάποιες λεξούλες και κάποιες προθεσούλες της υπέροχης ελληνικής γλώσσας : 

1) δυόσμος : το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν ακούω τη λέξη δυόσμος είναι οι τσίχλες, δηλαδή η έντονη μυρωδιά. Προφανώς από όλα τα παιδιά θα έχουν ζητήσει οι φιλόλογοι να ξέρουν να κλίνουν αρχαία επίθετα σε -ύς -εῖα -ύ. Ένα τέτοιο επίθετο είναι το ἡδύς που σημαίνει γλυκός. Η λέξη δυόσμος λοιπόν ετυμολογείται ως εξής : ἡδεῖα ὀσμή = ἡδύ-οσμος =δυόσμος =γλυκιά οσμή =γλυκιά μυρωδιά. 
2) ορμόνη => από τη γαλλική hormone => από το ελληνικότατο ρήμα ὁρμῶ, που φυσικά δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε τι σημαίνει!
3) Ας παρατηρήσουμε στο προηγούμενο παράδειγμα ότι η δασεία γίνεται h στην ξένη γλώσσα. 
Άλλα παραδείγματα : history (ἱστορία) 
homo, homme, homosexual (ὁμός = ὅμοιος – ἅμα =συνάμα) 
hypertension (ὑπέρταση) 
holocaust (ὁλοκαύτωμα) 
4) υστερία => γαλλ. hysteria => ὑστέρα = μήτρα (από το ὕστερος => γιατί η μήτρα είναι το τελευταίο, το κατώτατο των εντοσθίων στην κοιλιά μιας γυναίκας). 
5) αλλεργία < allergy < ἄλλος + ἔργον = με τη σημασία της αντίδρασης 
6) μπουκάλι < bocal (βενετ.) < boccale (ιταλ.) < baucalis (λατιν.) < βαύκαλις (ελλην.) = αγγείο χάλκινο ή πήλινο για ψύχρανση του κρασιού
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ 
1. εις = μέσα (είσοδος)
2. εκ = έξω, μακριά (εκβολή, εξαγωγή, έκσταση)
μέχρι τέλους, τέλεια (εκθλίβω, εκμηδενίζω, εξαλείφω)
3. προς = κίνηση προς (προσέρχομαι, προσαγωγή)
επιπλέον (προσαυξάνω, πρόσθεση) 
4. δια = ανάμεσα (διαπλέω, διαβαίνω)
εναντίον, διαφορά (διαφωνώ, διαμάχη, διάσταση)
χωρισμός (διαίρεση, διαζύγιο, διαχωρίζω, διαλύω)
5. υπό = από κάτω (υπόγειος, υποβρύχιος) 
υποταγή (υποτάσσω, υπακούω)
υποδεέστερος στην ιεραρχία (υποπλοίαρχος)
ιδιότητα σε μικρό βαθμό (υφάλμυρος, υπόξινος) 
6. κατά = κάτω (κατεβαίνω, κατάβαση, κατάκοιτος)
πιο πολύ (κατακόβω, κατασπαράζω)
εναντίον (κατηγορία, κατακρίνω) 
7. υπέρ = πάνω, πέρα (υπέργειος, υπερπόντιος)
υπερβολικά (υπερέχω, υπερτιμώ, υπερσιτισμός)
 ΠΗΓΕΣ : λεξικό Σταματάκου / λεξικό Ανδριώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου